ευκολόσβηστος

ευκολόσβηστος
η , ο
1) который легко погасить; легко угасающий (об огне); 2) легко стираемый, зачёркиваемый; 3) перен. легко изглаживаемый (из памяти)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ευκολόσβηστος" в других словарях:

  • ευκολόσβηστος — η, ο 1. αυτός που σβήνεται εύκολα («ευκολόσβηστη φωτιά») 2. αυτός που διαλύεται, που εξαφανίζεται εύκολα («εις τα πόδια του να χύνει ευκολόσβηστον αφρό», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • ευαπόσβεστος — η ο (Α εὐαπόσβεστος, ον) αυτός που σβήνεται εύκολα, ο ευκολόσβηστος, ο ευεξάλειπτος, ο εξίτηλος νεοελλ. λέγεται για χρηματική οφειλή χρεωλυτικώς αποδοτέα («ευαπόσβεστο δάνειο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αποσβεστος < απο σβέννυμι (πρβλ. αν… …   Dictionary of Greek

  • ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»